έμπεδα

έμπεδα
(τάγματα) τα воен.
1) учебные батальоны; 2) центр военной подготовки (во время войны)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "έμπεδα" в других словарях:

  • έμπεδα — ἔμπεδα (Α) επίρρ. βλ. έμπεδος …   Dictionary of Greek

  • ἔμπεδα — indeclform (adverb) ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπεδ' — ἔμπεδα , ἔμπεδα indeclform (adverb) ἔμπεδα , ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc pl ἔμπεδε , ἔμπεδος in the ground masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… …   Dictionary of Greek

  • κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»